- σκαρισμός
- ὁ, ΜΑ [σκαρίζω]1. αναπήδηση, σκίρτημα2. πήδημα, άλμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκαρισμοῖς — σκαρισμός jumping masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαρισμοί — σκαρισμός jumping masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαρισμόν — σκαρισμός jumping masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)